ἀειδουλεία

ἀειδουλεία
ἀει-δουλεία or [suff] ἀει-δουλία, ,
A perpetual slavery, Poll.3.80, Hdn.Epim. 221.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αειδουλεία — ἀειδουλεία, η (Α) η αειδουλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + δουλεία < δουλεύω] …   Dictionary of Greek

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”